- ακέομαι
- ἀκέομαι (Α)1. θεραπεύω, περιποιούμαι«ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)2. καταπαύω, σταματώ«πίον τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)3. επιδιορθώνω, επισκευάζω«νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383)4. επανορθώνω«ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c)5. βρίσκω λύση, συμβιβάζομαι«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκος*το ρ. ἀκέομαι παρουσιάζει ποικιλία σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση. Απαντά κυρίως ως ιατρικός όρος με τη σημασία «θεραπεύω» και ως τεχνικός όρος με τη σημασία «επανορθώνω, διορθώνω», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται συχνά με μεταφορική σημασία. Η πολυσημία τής λ. είναι δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική εξέλιξηδηλ. η σημασία «θεραπεύω» προήλθε πιθανώς με περιορισμό τής ευρύτερης σημασίας «επανορθώνω», εάν η σημασία αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η σημασία «επιδιορθώνω, επανορθώνω» προήλθε με επέκταση τής σημασίας «θεραπεύω». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. ἀκέομαι ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του ἰῶμαι, αφ’ ενός γιατί δεν συνεκφέρεται μαζί με το όνομα τού θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου γιατί δεν έχει ως συμπλήρωμα όνομα προσώπου, όπως το ρ. ἰῶμαι, αλλά το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσία, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἀκεσμός, ἀκεστήρ, ἀκεστός, ἀκέστρα, ἀκέστωρ, ἀκήαρχ.-μσν.ἀκεστής.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσίμβροτος, ἀκεσώδυνος, ἀνακέομαι, ἀφακέομαι, διακέομαι, ἐνακέομαι, ἐξακέομαι, ἐπακέομαι, ἐφακέομαι].
Dictionary of Greek. 2013.